παιδομάνι

παιδομάνι
το
συγκέντρωση πολλών παιδιών, παιδοβόλι, παιδολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μάνι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδομάνι — το συγκέντρωση μεγάλου αριθμού παιδιών, παιδολόι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μάνι — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνει πλησμονή, ότι δηλ. αυτό που δηλώνεται από το α συνθετικό συνιστά πλήθος, μεγάλη ποσότητα (πρβλ. θέμι, λάσι, λό[γ]ι). Το β συνθετικό μάνι ανάγεται πιθ. στο λατ. manus με σημ. «πλήθος, όχλος».Σύνθετα με β… …   Dictionary of Greek

  • γυναικομάνι — το συγκέντρωση γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + μάνι* (πρβλ. ανθρωπομάνι, παιδομάνι, ρουχομάνι)] …   Dictionary of Greek

  • μαμαλίγκα — η 1. λαϊκό φαγητό τής Ρουμανίας και τής Βουλγαρίας που παρασκευάζεται από αραβοσιτάλευρο, νερό και χοιρινό λίπος 2. συνεκδ. χυλός, λειωμένο φαγητό, λειώμα 3. συνεκδ. τα πολύ μικρά ψάρια 4. μτφ. μικρά παιδιά, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ.… …   Dictionary of Greek

  • παιδοβόλι — το πολλά παιδιά μαζί συγκεντρωμένα, συρροή παιδιών, παιδομάνι, παιδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βόλι (< βάλλω), πρβλ. αγκυρο βόλι] …   Dictionary of Greek

  • παιδοθέμι — το συγκέντρωση πλήθους παιδιών, παιδολόι, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + θέμι*] …   Dictionary of Greek

  • παιδολάσι — το παιδοβόλι, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λάσι* (πρβλ. ανδρο λάσι)] …   Dictionary of Greek

  • παιδολόι — και παιδολόγι, το πλήθος συγκεντρωμένων παιδιών, παιδοβόλι, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λόι*] …   Dictionary of Greek

  • παιδολό(γ)ι — το γιού, πλήθος παιδιών, αλλ. παιδομάνι και παιδοθέμι, το: Τούτο το παιδολό(γ)ι της γειτονιάς μαζεύεται τ απομεσήμερο στην πλατεία και χαλάει τον κόσμο με τις φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”